Σε παγκόσμιο επίπεδο, η καύση των αποβλήτων και γενικότερα όλων των συγγενών τεχνολογιών θερμικής επεξεργασίας των απορριμμάτων (αλλά και των βιομηχανικών και νοσοκομειακών αποβλήτων) θεωρούνται η σημαντικότερη πηγή έκλυσης διοξινών στο περιβάλλον.
Οι διοξίνες είναι μια οικογένεια χημικών ουσιών εξαιρετικά ύποπτη για καρκινογενέσεις, ιδιαίτερα τοξική για τον άνθρωπο και ανθεκτική στη βιολογική αποικοδόμηση. Με την ονομασία διοξίνη συνήθως εννοείται η 2,3,7,8-τετραχλωροδιβενζο-p-διοξίνη (2,3,7,8-TCDD ή απλά TCDD), η τοξικότερη απ' όλες τις διοξίνες. Οι διοξίνες σχηματίζονται κυρίως κατά την ατελή καύση οργανοχλωριούχων ενώσεων, χλωριούχων πολυμερών, όπως το PVC (πολυβινυλοχλωρίδιο), αλλά, παραδόξως, και κατά την καύση οργανικών υλικών παρουσία χλωριούχων αλάτων σε θερμοκρασίες 600-1000 ºC. Επιπλέον, οι διοξίνες αποτελούν ανεπιθύμητα παραπροϊόντα διαφόρων βιομηχανικών διεργασιών, όπως η λεύκανση χαρτοπολτού, η παραγωγή χλωρίνης, η καύση βενζίνης, πετρελαίου και ξύλου. Οι διοξίνες δε διαλύονται στο νερό, αλλά είναι λιποδιαλυτές και συσσωρεύονται στους λιπώδεις ιστούς των ζωντανών οργανισμών. Η ημιπερίοδος ζωής τους, δηλαδή η μείωση στο 50% της αρχικής ποσότητας, διαρκεί 3 έως 30 χρόνια.
Στην εμπεριστατωμένη μελέτη του Στέλιου Ψωμά, Περιβαλλοντολόγου (Greenpeace Νοέμβριος 2005) αναφέρονται τα παρακάτω. «Ακόμη και με την καλύτερη δυνατή τεχνολογία, οι αποτεφρωτήρες θα εκπέμπουν τοξικά βαρέα μέταλλα και άκαυστα απόβλητα. Παράλληλα με τις αέριες εκπομπές, θα παράγουν στερεά τοξικά απόβλητα (με τη μορφή σκουριάς και τέφρας), καθώς και τοξικά υγρά απόβλητα, τα οποία βέβαια απαιτούν ειδική διαχείριση. Όσο πιο αναπτυγμένα συστήματα απορρύπανσης διαθέτει ένα εργοστάσιο καύσης αποβλήτων, τόσο περισσότερες τοξικές ουσίες συσσωρεύονται στα υγρά και στερεά απόβλητα και τόσο δυσκολότερη και ακριβότερη γίνεται η διαχείρισή τους. Ένας μύθος είναι πως οι διοξίνες καταστρέφονται λόγω των πολύ υψηλών θερμοκρασιών (άνω των 1.000 ºC) που αναπτύσσονται κατά τη διάρκεια της καύσης. Όμως, τα καυσαέρια, πριν βγουν από την καμινάδα, ψύχονται και στη διάρκεια αυτής της διαδικασίας υπάρχουν οι ιδανικές θερμοκρασιακές συνθήκες (300-600 ºC), για να δημιουργηθούν εκ νέου διοξίνες. Κάποιες από τις διοξίνες αυτές διαφεύγουν στην ατμόσφαιρα, ενώ όσες συγκρατούνται από τα συστήματα αντιρρύπανσης, καταλήγουν αναπόφευκτα στα υγρά και στερεά απόβλητα της καύσης. Μελέτη για λογαριασμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης έδειξε ότι στα σύγχρονα εργοστάσια καύσης, ένα μικρό ποσοστό διοξινών (της τάξης του 1,7%) διαφεύγει τελικά από την καμινάδα, ενώ το συντριπτικό ποσοστό καταλήγει στις τοξικές τέφρες και τις σκουριές. Το στερεό αυτό υπόλειμμα από την καύση των απορριμμάτων (80-95% τέφρα πυθμένα) είναι γεμάτο από διοξίνες και βαρέα μέταλλα και πρέπει να θάβεται σε ειδικές χωματερές τοξικών αποβλήτων. Σε αρκετές περιπτώσεις όμως, χρησιμοποιείται για έργα οδοποιίας (Γαλλία, ΗΠΑ, Μεγάλη Βρετανία, Πορτογαλία). Στο Νιουκάστλ στη Μ. Βρετανία, χρησιμοποιήθηκαν τέφρες από γειτονικό εργοστάσιο καύσης για την επίστρωση πεζοδρομίων, πάρκων ακόμη και σχολικών αυλών. Οι σχετικές μετρήσεις που έγιναν έδειξαν ότι οι συγκεντρώσεις τοξικών μετάλλων ήταν τεράστιες, υδράργυρος 2,406%, κάδμιο 785%, μόλυβδος 136% πάνω από τα επιτρεπτά επίπεδα».
Η καύση, λοιπόν, εκτός από τα σημαντικά περιβαλλοντικά προβλήματα που δημιουργεί, αποτελεί και την πιο ακριβή λύση στην διαχείριση των απορριμμάτων. Το κόστος διαχείρισης εκτοξεύεται από τα 45 ευρώ/τόνο που είναι σήμερα σε περισσότερα από 200 ευρώ/τόνο. Επίσης, ας μην ξεχνάμε ότι στις χώρες του εξωτερικού καίγεται ό,τι περισσεύει από την ανακύκλωση και την κομποστοποίηση. Στην περίπτωση της Ελλάδας, όμως, σχεδιάζεται να οδηγείται το 100% του συνολικού όγκου απορρίμματος προς καύση, αυξάνοντας τον όγκο επεξεργασίας και άρα το κέρδος του διαχειριστή-εργολάβου. Παράλληλα, τα εργοστάσια καύσης θα χρησιμοποιούνται και για την παραγωγή ενέργειας, θα επιδοτούνται, δηλαδή, και για «πράσινη ανάπτυξη» . Αυτό το δεδομένο ανοίγει το δρόμο για εισαγωγή σκουπιδιών από χώρες του εξωτερικού.
Η «Πρωτοβουλία συνεννόησης για τη διαχείριση των απορριμμάτων», που συστάθηκε από πολίτες, προτείνει ένα μοντέλο διαχείρισης που στηρίζεται στην πρόληψη, την επαναχρησιμοποίηση, την οικιακή κοµποστοποίηση (τα οικιακά οργανικά αποτελούν περίπου το 50% των απορριμμάτων), τη διαλογή στην πηγή των απορριμμάτων µε 4 κάδους, και τη δημιουργία αποκεντρωμένων μονάδων διαχείρισης ανά δήμο ή ομάδες δήμων σε όλη την Ελλάδα. Το μοντέλο αυτό δίνει προτεραιότητα στη μέγιστη δυνατή ανάκτηση και την ελαχιστοποίηση των προς ταφή απορριμμάτων, με μεθόδους φιλικές στο περιβάλλον και με κριτήρια, πρωτίστως, κοινωνικά.
Πηγή ΧΗΜΙΚΟ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ