27/4/11

Ποικίλο όρος - Αιγάλεω : ΕΡΓΟΣΕ

ερήμην < αρχαία ελληνική ἐρήμην (δίκην), αιτιατική ενικού του ἐρήμη (θηλυκό του ἔρημος)
ερήμην * χωρίς την παρουσία κάποιου, χωρίς κάποιος να παρευρίσκεται...