ερήμην < αρχαία ελληνική ἐρήμην (δίκην), αιτιατική ενικού του ἐρήμη (θηλυκό του ἔρημος)
ερήμην * χωρίς την παρουσία κάποιου, χωρίς κάποιος να παρευρίσκεται...
ερήμην * χωρίς την παρουσία κάποιου, χωρίς κάποιος να παρευρίσκεται...
Ετικέτες Όρος Αιγάλεω, Τούνελ ΕΡΓΟΣΕ
diakinxaid@gmail.com